βιομάζα

βιομάζα
biyokütle

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιομάζα — Το βάρος ή η μάζα των ατόμων ενός είδους οργανισμών που βρίσκονται σε έναν βιότοπο ανά μονάδα επιφάνειας ή όγκου. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των οργανισμών και από την έκταση της περιοχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”